κακόγλωσσος

κακόγλωσσος
κᾰκό-γλωσσος, ον,
A ill-tongued, βοὴ κ. a cry of misery, E.Hec.661.
II bringing evil [on oneself] by one's tongue, of Niobe, Call.Del.96.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κακόγλωσσος — ill tongued masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόγλωσσος — η, ο (AM κακόγλωσσος, ον) αυτός που έχει κακή γλώσσα, κακολόγος, κουτσομπόλης αρχ. 1. (για τη Νιόβη) αυτή που φέρνει με τα λόγια της κακό στον εαυτό της 2. φρ. «βοή κακόγλωσσος» κραυγή που προμηνύει κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γλωσσος (<… …   Dictionary of Greek

  • κακόγλωσσος — η, ο αυτός που αρέσκεται στην κακολογία, κουτσομπόλης: Οι φίλες μου είναι κακόγλωσσες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακογλωσσεύω — [κακόγλωσσος] 1. είμαι κακόγλωσσος, μού αρέσει να κακολογώ 2. κακολογώ, κατηγορώ, δυσφημώ κάποιον …   Dictionary of Greek

  • κακογλώσσοιο — κακόγλωσσος ill tongued masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακογλώσσου — κακόγλωσσος ill tongued masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακογλώσσων — κακόγλωσσος ill tongued masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύγλωσσος — η, ο (AM βαρύγλωσσος, ον) ο βραδύγλωσσος νεοελλ. 1. αυτός που βαριέται να μιλήσει 2. (για παιδί) εκείνο που άργησε να μιλήσει αρχ. ο κακόγλωσσος …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • δυσκέλαδος — δυσκέλαδος, ον (Α) 1. κακόηχος, κακόφωνος 2. φρ. «δυσκέλαδος ζήλος» φθόνος, κακόγλωσσος, κακεντρεχής …   Dictionary of Greek

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”